- λατρευτική
- λατρευτικόςservilefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βουλαία — Λατρευτική επίκληση της θεάς Αθηνάς από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι απέδιδαν στη θεά πολλές φροντίδες με ανάλογες σε αυτές ονομασίες. Μία ακόμη ιδιότητα ήταν και της Β., που φρόντιζε και προστάτευε τη βουλή της πόλης εμπνέοντας ρήτορες και… … Dictionary of Greek
Μελανίς — Λατρευτική επωνυμία της Αφροδίτης στις Θεσπιές, στην Ακροκόρινθο και σε ιερό της, το οποίο βρισκόταν στον δρόμο που οδηγούσε από τη Μαντίνεια στα Μελαγγεία. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η επωνυμία αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, σε… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
Βραυρών — Αρχαιολογικός τόπος στη νότια ακτή της Αττικής, στον κολπίσκο της Βραώνας, που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Η Β. ανήκε στα 12 αρχαία κράτη της Αττικής. Αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι υπήρχε στη θέση αυτή οικισμός από τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek
δούλεψη — η (AM δούλευσις Μ και δούλεψις) δουλεία, σκλαβιά μσν. νεοελλ. 1. δουλειά, εργασία 2. δουλική εργασία, αγγαρεία 3. αμοιβή εργασίας 4. εκδούλευση, εξυπηρέτηση νεοελλ. ερωτική σκλαβιά («στη δούλεψη τής αγάπης») μσν. 1. εκείνο που δημιουργεί κανείς… … Dictionary of Greek